- ξενοδώτης
- ξενο-δώτης, ὁ, Gastgeber, Wirt, so heißt Dionysus
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ξενοδώτης — ξενοδώτης, ὁ (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που παρέχει φιλοξενία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δώτης (< δί δωμι), πρβλ. ηπιο δώτης, οινο δώτης] … Dictionary of Greek
ξενοδώτην — ξενοδώτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek